- σφουμάτα
- Νάκλ. καπνός που αναδυόταν από ειδική καπνοδόχο τού Βατικανού κατά τη διάρκεια σύγκλησης τού κογκλαβίου τών καρδιναλίων και ο οποίος, όταν ήταν λευκός και αραιός, δήλωνε ότι είχε εκλεγεί νέος πάπας, ενώ, όταν ήταν μαύρος και πυκνός, σήμαινε ότι η εκλογή αυτή δεν είχε επιτευχθεί, έθιμο που καταργήθηκε από την Β' Σύνοδο τού Βατικανού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sfumare «εξατμίζομαι, χρωματίζω» < ιταλ. s- (< λατ. ex-) + fumare «καπνίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.